hoch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /hoːχ/
 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

hoch (de)

der Lehrer ist hoch - ο καθηγητής είναι ψηλός

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]


Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hoch (cs) αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]