hochequeue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔɔʃ.kø/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hochequeue hochequeues

hochequeue (fr) αρσενικό