hold-up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hold-up (en)
- καθυστέρηση ή αναμονή
- ένοπλη ληστεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hold-up | hold-ups |
hold-up (fr) αρσενικό
- ένοπλη ληστεία