Μετάβαση στο περιεχόμενο

holler

Από Βικιλεξικό

holler (en)

  1. ωρύομαι, κραυγάζω
    they are hollering over that TV show - ωρυόντουσαν εξαιτίας εκείνου του τηλεοπτικού προγράμματος