hom-

Από Βικιλεξικό
(Ανακατεύθυνση από hom)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hom- < λατινική homo, γαλλική homme, ιταλική uomo

hom- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: άνθρωπος

Παράγωγα

[επεξεργασία]