homéopathe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔ.me.ɔ.pat/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
homéopathe homéopathes

homéopathe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ομοιοπαθητικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
homéopathe homéopathes

homéopathe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. γιατρός ομοιπαθητικής