homérique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɔ.me.ʁik/

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
homérique homériques

homérique (fr) αρσενικό ή θηλυκό