homeoteleŭto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homeoteleŭto | homeoteleŭtoj |
αιτιατική | homeoteleŭton | homeoteleŭtojn |
homeoteleŭto (eo)
- το ομοιοτέλευτο