homme-grenouille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- homme-grenouille < homme + grenouille
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
homme-grenouille | hommes-grenouilles |
homme-grenouille (fr) αρσενικό