homogénéité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ʒe.ne.i.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
homogénéité | homogénéités |
homogénéité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
homogénéité | homogénéités |
homogénéité (fr) θηλυκό