homosexualidade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- homosexualidade < homo- + sexualidade
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]homosexualidade (gl) θηλυκό
homosexualidade (gl) θηλυκό