homothétie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
homothétie | homothéties |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
homothétie (fr) θηλυκό
- η ομοθεσία
ενικός | πληθυντικός |
homothétie | homothéties |
homothétie (fr) θηλυκό