honestly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

honestly < honest + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

honestly (en)

  1. αληθινά, αληθώς
    Do you honestly love each other?
    Αγαπιόσαστε αληθινά;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη actually
  2. ειλικρινά
    Honestly, I believe it
    Ειλικρινά, το πιστεύω
     συνώνυμα:  frankly, sincerely, candidly και in all honesty