Μετάβαση στο περιεχόμενο

honk

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας honk
γ΄ ενικό ενεστώτα honks
αόριστος honked
παθητική μετοχή honked
ενεργητική μετοχή honking

honk (en)

  • κορνάρω
    παράδειγμα  She kept honking.
    Συνέχισε να κορνάρει.