honk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | honk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | honks |
αόριστος | honked |
παθητική μετοχή | honked |
ενεργητική μετοχή | honking |
Ρήμα[επεξεργασία]
honk (en)
- κορνάρω
- ↪ She kept honking.
- Συνέχισε να κορνάρει.
- ↪ She kept honking.