hopping
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]hopping (en)
- πηδηχτός, πηδηχτούλης, που χοροπηδάει, που αναπηδά
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]hopping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hop
![]() |
hopping (en)
hopping (en)