hopping
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
hopping (en)
- πηδηχτός, πηδηχτούλης, που χοροπηδάει, που αναπηδά
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
hopping (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του hop