Μετάβαση στο περιεχόμενο

horaire

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
horaire horaires

horaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
horaire horaires

horaire (fr) αρσενικό

Il a un horaire chargé. Έχει ένα φορτωμένο ωράριο.