horizonto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | horizonto | horizontoj |
αιτιατική | horizonton | horizontojn |
horizonto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | horizonto | horizontoj |
αιτιατική | horizonton | horizontojn |
horizonto (eo)