horloger
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | horloger | horlogers |
θηλυκό | horlogère | horlogères |
horloger (fr)
- σχετικός με την ωρολογοβιομηχανία, το ωρολογοποιείο ή το ρολογάδικο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
horloger | horlogers |
horloger (fr) αρσενικό
- ο ωρολογοποιός
- ο ρολογάς