hosto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hosto | hostos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hosto (fr) αρσενικό
- (οικείο) το ξενοδοχείο
ενικός | πληθυντικός |
hosto | hostos |
hosto (fr) αρσενικό