hotfix
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hotfix | hotfixes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hotfix (en)
- (πληροφορική) επείγουσα διόρθωση στο λογισμικό (συνήθως) μεμονωμένου πελάτη. Διαφέρει από το επίθεμα (patch) το οποίο απευθύνεται στο σύνολο των πελατών μιας συγκεκριμένης έκδοσης λογισμικού [1]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
hotfix στην αγγλική Βικιπαίδεια