houseboat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈhaʊsˌboʊt/ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
houseboat | houseboats |
houseboat (en)
- το πλωτό σπίτι
- ↪ My friend used to live in a houseboat on a lake.
- Ο φίλος μου ζούσε σε ένα πλωτό σπίτι σε μια λίμνη.
- ↪ My friend used to live in a houseboat on a lake.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- houseboat - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
- houseboat - Cambridge Dictionary online
- houseboat - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
- houseboat - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- houseboat - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)