household
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
household | households |
household (en)
- το νοικοκυριό (η οικογένεια)
Επίθετο
[επεξεργασία]household (en)
- που αναφέρεται στο νοικοκυριό, οικογενειακός
- ⮡ household income - το εισόδημα ενός νοικοκυριού/το οικογενειακό εισόδημα