household
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
household | households |
household (en)
- το νοικοκυριό (η οικογένεια)
Επίθετο[επεξεργασία]
household (en)
- που αναφέρεται στο νοικοκυριό, οικογενειακός
- ↪ household income - το εισόδημα ενός νοικοκυριού/το οικογενειακό εισόδημα