houx
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
houx | houx |
houx (fr) αρσενικό άκλιτο
- το ου, ο ελαιόπρινος
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
houx | houx |
houx (fr) αρσενικό άκλιτο