huddle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
huddle huddles

huddle (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας huddle
γ΄ ενικό ενεστώτα huddles
αόριστος huddled
παθητική μετοχή huddled
ενεργητική μετοχή huddling

huddle (en)

  1. (αμετάβατο) μαζεύομαι, στριμώχνομαι, για ένα πλήθος που συγκεντρώνεται σε μικρό χώρο
    The sheep huddled close together to warm up.
    Τα πρόβατα στριμώχνονταν κοντά-κοντά για να ζεσταθούν.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη squeeze
  2. (αμετάβατο) κουλουριάζομαι, παίρνω τη στάση του εμβρύου μέσα στη μήτρα
    He huddled up in the bed and covered himself until the fever broke.
    Κουλουριάστηκε στο κρεβάτι και σκεπάστηκε μέχρι να πέσει ο πυρετός.
     συνώνυμα: curl up

Πηγές[επεξεργασία]