huilage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- huilage < huiler
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
huilage | huilages |
huilage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
huilage | huilages |
huilage (fr) αρσενικό