huilage
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- huilage < huiler
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| huilage | huilages |
huilage (fr) αρσενικό
| ενικός | πληθυντικός |
| huilage | huilages |
huilage (fr) αρσενικό