huisjesslak
Εμφάνιση
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɦœy̯.ʃə(s)ˌslɑk/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]huisjesslak (nl) θηλυκό
- (ζωολογία) σαλιγκάρι, κάθε γαστερόποδο που φέρει κέλυφος