huisserie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
huisserie | huisseries |
huisserie (fr) θηλυκό
- η κάσα μιας πόρτας ή ενός παραθύρου
ενικός | πληθυντικός |
huisserie | huisseries |
huisserie (fr) θηλυκό