Μετάβαση στο περιεχόμενο

humanoïde

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.ma.nɔ.id/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humanoïde humanoïdes

humanoïde (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανθρωποειδής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humanoïde humanoïdes

humanoïde (fr) αρσενικό

  1. ανθρωποειδής