humbling

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός humbling
συγκριτικός more humbling
υπερθετικός most humbling

humbling (en)

  1. που επιφέρει-προκαλεί ταπεινοφροσύνη
  2. εξευτελιστικός, ταπεινωτικός
    It was humbling to ask him for a loan.
    Το ένιωθα ταπεινωτικό να του ζητήσω δάνειο.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

humbling (en)