humid
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | humid |
συγκριτικός | humider |
υπερθετικός | humidest |
Επίθετο
[επεξεργασία]humid (en)
- υγρός, για τον αέρα ή το κλίμα που είναι υγρό
- ⮡ The area has a humid climate.
- Η περιοχή έχει υγρό κλίμα.
- ⮡ The room is very humid.
- Το δωμάτιο έχει μεγάλη υγρασία.
- ⮡ It’s very humid in the lake region.
- Υπάρχει μεγάλη υγρασία στην περιοχή της λίμνης.
- ⮡ The area has a humid climate.