Μετάβαση στο περιεχόμενο

humid

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός humid
συγκριτικός humider
υπερθετικός humidest

Επίθετο

[επεξεργασία]

humid (en)

  • υγρός, για τον αέρα ή το κλίμα που είναι υγρό
      The area has a humid climate.
    Η περιοχή έχει υγρό κλίμα.
      The room is very humid.
    Το δωμάτιο έχει μεγάλη υγρασία.
      It’s very humid in the lake region.
    Υπάρχει μεγάλη υγρασία στην περιοχή της λίμνης.

Σύνθετα

[επεξεργασία]