humid

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός humid
συγκριτικός humider
υπερθετικός humidest

Επίθετο

[επεξεργασία]

humid (en)

  • υγρός, για τον αέρα ή το κλίμα που είναι υγρό
    ⮡  The area has a humid climate.
    Η περιοχή έχει υγρό κλίμα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]