Μετάβαση στο περιεχόμενο

humidifier

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
humidifier < humidify + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humidifier humidifiers

humidifier (en)

  • ο υγραντήρας
      A humidifier increases the moisture in the air, helping to relieve dryness.
    Ο υγραντήρας αυξάνει την υγρασία στον αέρα, βοηθώντας στην ανακούφιση από την ξηρότητα.



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.mi.di.fje/

humidifier (fr)