humidifier
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
humidifier | humidifiers |
humidifier (en)
- ο υγραντήρας
- ⮡ A humidifier increases the moisture in the air, helping to relieve dryness.
- Ο υγραντήρας αυξάνει την υγρασία στον αέρα, βοηθώντας στην ανακούφιση από την ξηρότητα.
- ⮡ A humidifier increases the moisture in the air, helping to relieve dryness.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /y.mi.di.fje/
Ρήμα
[επεξεργασία]humidifier (fr)