humidify
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | humidify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | humidifies |
αόριστος | humidified |
παθητική μετοχή | humidified |
ενεργητική μετοχή | humidifying |
humidify (en)
- υγραίνω
- ⮡ A humidifier humidifies the air.
- Ο υγραντήρας υγραίνει τον αέρα.
- ⮡ A humidifier humidifies the air.