Μετάβαση στο περιεχόμενο

humidify

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
humidify < humid + -ify
ενεστώτας humidify
γ΄ ενικό ενεστώτα humidifies
αόριστος humidified
παθητική μετοχή humidified
ενεργητική μετοχή humidifying

humidify (en)

  • υγραίνω
      A humidifier humidifies the air.
    Ο υγραντήρας υγραίνει τον αέρα.

Σύνθετα

[επεξεργασία]