humiliation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

humiliation (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.mi.lja.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humiliation humiliations

humiliation (fr) θηλυκό