Μετάβαση στο περιεχόμενο

humilité

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
humilité < λατινική humilitas

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /y.mi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
humilité humilités

humilité (fr) θηλυκό