hurriedly
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | hurriedly |
συγκριτικός | more hurriedly |
υπερθετικός | most hurriedly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]hurriedly (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 165. ISBN 9780194325684., λήμμα: βιαστικός