hutte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hutte | huttes |
hutte (fr) θηλυκό
- η καλύβα
ενικός | πληθυντικός |
hutte | huttes |
hutte (fr) θηλυκό