hyménée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.me.ne/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hyménée hyménées

hyménée (fr) αρσενικό