hymen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hymen (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hymen < λατινική hymen < αρχαία ελληνική ὑμήν

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.mɛn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hymen hymens

hymen (fr) αρσενικό