hymen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hymen (en)
- ο παρθενικός υμένας
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hymen < λατινική hymen < αρχαία ελληνική ὑμήν
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hymen | hymens |
hymen (fr) αρσενικό
- ο υμένας