hypersensibilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.pɛʁ.sɑ̃.si.bi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hypersensibilité hypersensibilités

hypersensibilité (fr) θηλυκό