hypertensif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hypertensif | hypertensifs |
θηλυκό | hypertensive | hypertensives |
Επίθετο[επεξεργασία]
hypertensif (fr)
- υπερτασικός, σχετικός με την υπέρταση