hypoglycémie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pɔ.ɡli.se.mi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hypoglycémie | hypoglycémies |
hypoglycémie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hypoglycémie | hypoglycémies |
hypoglycémie (fr) θηλυκό