hypothécaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.pɔ.te.kɛʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hypothécaire | hypothécaires |
hypothécaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό