ichnographique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ik.nɔ.ɡʁa.fi/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ichnographique | ichnographiques |
ichnographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό