Μετάβαση στο περιεχόμενο

iconoclasme

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
iconoclasme iconoclasmes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

iconoclasme (fr) αρσενικό

  1. η εικονοκλασία
  2. η εικονομαχία