idéologique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.deɔ.lɔ.ʒik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
idéologique idéologiques

idéologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό