idealo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | idealo | idealoj |
αιτιατική | idealon | idealojn |
idealo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | idealo | idealoj |
αιτιατική | idealon | idealojn |
idealo (eo)