identifier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]identifier (en)
- κάποιος που αναγνωρίζει
- ο προσδιοριστής
- το αναγνωριστικό
- (προγραμματισμός) αναγνωριστικό, όνομα ταυτοποίησης
- ※ All JavaScript variables must be identified with unique names. These unique names are called identifiers. [1]
- «Όλες οι μεταβλητές JavaScript πρέπει να αναγνωρίζονται με μοναδικά ονόματα. Αυτά τα μοναδικά ονόματα ονομάζονται αναγνωριστικά.»
- δείτε επίσης: Identifier (computer languages) στην αγγλική Βικιπαίδεια
- ※ All JavaScript variables must be identified with unique names. These unique names are called identifiers. [1]
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- reserved identifier (πληροφορική)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- identifier στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ (αγγλικά) JavaScript Variables. Πρόσβαση 2021-03-08.
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]identifier < identification < λατινική identificare
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.dɑ̃.ti.fje/
- ⓘ
Ρήμα
[επεξεργασία]identifier (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- s'identifier : ταυτίζομαι