Μετάβαση στο περιεχόμενο

idiolecte

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
idiolecte < (λόγιο δάνειο) γαλλική idiolect

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
idiolecte idiolectes

idiolecte (fr) αρσενικό