Μετάβαση στο περιεχόμενο

idiotic

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός idiotic
συγκριτικός more idiotic
υπερθετικός most idiotic

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
idiotic < idiot + -ic

Επίθετο

[επεξεργασία]

idiotic (en)

  • ανόητος, ηλίθιος, χαζός
      Don’t be idiotic!
    Μην είσαι ανόητος!
      What you did was idiotic.
    Αυτό που έκανες ήταν ανόητο/ηλίθιο.
      You will be idiotic if you leave such a job/if you sell the house.
    Θα είσαι χάζος αν αφήσεις τέτοια δουλειά/αν πουλήσεις το σπίτι.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη foolish