ignorować
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ignorować < λατινική ignorantia
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌiɡnɔˈrɔvaʨ̑/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
ignorować (pl)
ignorować (pl)